-
1 любительский
επ.1. ο από αγάπη γινόμενος.2. ερασιτεχνικός. || για τους φίλους (αγαπώντες)•любительский табак καπνός που τον προτιμούν οι καπνιστες.
-
2 любительский
любитель||скийприл ἐρασιτεχνικός. -
3 любительский
[λγιουμπίτιλ'σκιΐ] επ. ερασιτεχνικός -
4 любительский
[λγιουμπίτιλ'σκιϊ] επ ερασιτεχνικός -
5 спорт
ο αθλητισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спорт